- γλείφτης
- ο , γλείφτρα η блюдолиз, прихлебатель, -ница; льстец, подхалим, -ка; лакей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλείφτης — ο θηλ. ρα αυτός που γλείφει, ο κόλακας: Παίρνει πάντα καλούς βαθμούς γιατί είναι μεγάλος γλείφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλείφτης — ο [γλείφω] αυτός που γλείφει κάποιον, δηλ. τόν κολακεύει δουλικά … Dictionary of Greek
αναγλειφτάς — ο (θηλ. γλειφτού και γλείφτρα) [αναγλείφω] 1. αυτός που γλείφει με τη γλώσσα του ή μαζεύει με ψωμί τα υπολείμματα τού φαγητού από το πιάτο του 2. κόλακας, γλείφτης … Dictionary of Greek
επιλιχνεύω — ἐπιλιχνεύω (Α) επιλείχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχνεύω «είμαι λαίμαργος» (< λίχνος «γλείφτης*, λαίμαργος», βλ. επιλιχμώ)] … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
λείκτης — λείκτης, ὁ (Α) [λείχω] γλείφτης, αυτός που γλείφει … Dictionary of Greek
πινακογλείφτης — ο, θηλ. πινακογλείφτισσα, Ν αυτός που γλείφει τα πιάτα με τα αποφάγια τών άλλων, ο τσανακογλείφτης, ο τιποτένιος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ.*. < πίνακας «πιάτο» + γλείφτης (< γλείφω)] … Dictionary of Greek
τσάτσος — ο, Ν 1. κόλακας, γλείφτης 2. χαφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα / τσατσά με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
γλειφοκουτάλας — ο ο γλείφτης, ο κόλακας: Είσαι ένας αηδιαστικός γλειφοκουτάλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλειψιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να γλείφει. 2. μτφ., κόλακας, γλείφτης: Είναι φοιτητής γλειψιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)